- λεσβίος
- -ία, -ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, -ία, -ον, Α θηλ. και λεσβίας, -άδος και λεσβίς, -ίδος) [Λέσβος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβίαο κάτοικος τής Λέσβου ή αυτός που κατάγεται από τη Λέσβο3. το ουδ. ως ουσ. το λέσβιο(ν)η δεύτερη τρόπιδα τού πλοίουνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η λεσβία ή η λεσβιάδαομοφυλόφιλη γυναίκααρχ.1. το ουδ. ως ουσ. είδος ποτηριού2. φρ. α) «Λέσβιον κῡμα» ή «Λέσβιον κυμάτιον» ή, απλώς, «Λέσβιον» — είδος αρχιτεκτονικού κοσμήματοςβ) «Λέσβιος οἶνος» ή «Λέσβιον πῶμα» ή «Λέσβιος» — το κρασί τής Λέσβουγ) «Λεσβία οἰκοδομία» — είδος αρχιτεκτονικής3. παροιμ. α) «μετὰ Λέσβιον ᾠδόν» — λεγόταν για ανθρώπους που ήταν δεύτεροι μετά τους αρίστουςβ) «Λεσβίων ἄξια» — λεγόταν για όσους έμεναν άπρακτοι, οκνηροί, χωρίς να κάνουν τίποτα.
Dictionary of Greek. 2013.